- αμματισμός
- ἁμματισμός, ο (Α) [ἁμματίζω]δέσιμο με επιδέσμους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁμματισμοῦ — ἁμματισμός tieing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμματισμόν — ἁμματισμός tieing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμματίζω — ἁμματίζω (Α) 1. δένω με κόμπο 2. συνενώνω, συναρμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμμα. ΠΑΡ. αρχ. ἁμματισμός νεοελλ. αμμάτιση] … Dictionary of Greek